- οξυβελής
- ὀξυβελής, -ές (Α)1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.)4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)μηχανή για εξακόντιση βλημάτων σε περίοδο πολέμου6. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυβελέςμικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -βελής (< βέλος), πρβλ. ακρο-βελής].
Dictionary of Greek. 2013.